Οι τελευταίοι δράκοι στον Εύξεινο Πόντο.
Της Λένας Σαββίδου.
"Πατριαρχία". Έργο μελάνης σε κάμποτο της Πηνελόπης Δεικτάκη (ΑΣΚΤ)
Πραγματεύεται την πτώση των συμβόλων μέσα από το τέλος
της εποχής των Μύθων.
Η μυθολογία του δράκου που απαντάται σε όλους
σχεδόν τους λαούς και χάνεται στην ομίχλη των αιώνων έχει φθάσει μέχρι τις
ημέρες μας μέσα από χιλιάδες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες καθώς και
μαρτυρίες εικόνας κι έχει μελετηθεί διεξοδικά από ψυχολόγους, λαογράφους,
θεολόγους και λοιπούς επιστήμονες ερευνητές γιατί κρατά στα σπλάχνα της μνήμες
της πορείας μας σε τούτη τη γη. Κάποιοι ομιλούν περί εξελίξεως του ανθρώπου από
το Ερπετό όταν αυτό ως αμφίβιο πέρασε στη στεριά και κάποιοι άλλοι περί
γειτνίασης κι αλληλεπίδρασης μας με αυτές της μορφές ζωής στο ρου του χρόνου.
Όσον αφορά τον
Πόντο πανάρχαιοι μύθοι τον συνδέουν με ερπετόμορφα όντα, όπως ο μύθος της διασποράς τεράτων από το
σμίξιμο του Ηρακλή με την Έχιδνα, που εκλεπτυσμένα πέρασαν τόσο στην Ακριτική
ποίηση όσο και στην Χριστιανική παράδοση.
Απτό παράδειγμα της δεύτερης, ο Άγιος
Γεώργιος ο Δρακοκτόνος, κατεξοχήν σύμβολο του φωτισμένου άνδρα που κατορθώνει
όχι μόνον να δαμάσει μα και να αφανίσει τον κατώτερο Εαυτό. Οι μύθοι και οι
ιστορίες των δράκων, ιδιαίτερα μέσα από τις λαϊκές παραδόσεις που συνδέονται με
τα θαύματα του Αγίου, πολλές σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς που τελειώνει
ο μύθος και που ξεκινά η αλήθεια.
Την απορία
αυτή πραγματεύεται ένα «ξεχασμένο» από τον καιρό πόνημα του Παντελή Μελανοφρύδη
περί δράκων εν Πόντω που παρουσιάζει δύο περιπτώσεις δρακόμορφων ερπετών για
τις οποίες υπήρξαν προφορικές μαρτυρίες από ολόκληρες περιοχές που είδαν κι
έζησαν το τέλος τους. Την καταγραφή αυτήν ο Μελανοφρύδης την δημοσίευσε στο 11ο
τεύχος του περιοδικού «Ποντιακά φύλλα»
που εξέδωσε το 1936 στην Αθήνα, ο Γεώργιος Φωκάς.
Ο πρώτος των
δράκων ζούσε έξω από το χωριό Αυλίαινα, στις σπηλιές που σχηματίζονταν με τρόπο
φυσικό επάνω στις πλαγιές στο όρος του Αγίου Παύλου. Επρόκειτο για υπερμεγέθη
όφη που το σφύριγμα του και μόνον τρόμαζε τους χωρικούς, οι οποίοι και δεν
πλησίαζαν στα λημέρια του. Μία καλοκαιρινή ημέρα στα 1840 περίπου λέγεται πως δόθηκε
το τέλος στο μαρτύριο του χωριού με τη μορφή μιας ξαφνικής μα ισχυρής εντάσεως
καταιγίδας, κατά την οποία όλη η περιοχή πλημμύρισε. Κέντρο της πλημμύρας
υπήρξε η χαράδρα στην οποία ζούσε ο φοβερός όφις-δράκος. Από αυτήν, μανιασμένα
νερά εξορμούσαν και παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμα τους ξεχύνονταν στην
περιοχή. Αυτά τα άγρια νερά παρέσυραν και τον δράκο από το φώλιασμα του. Οι
κάτοικοι έλεγαν πως τον αντίκρισαν
μαινόμενο να αντιστέκεται και πως
το σφύριγμα του ήταν τρομερότερο από ποτέ. Οι κοφτερές πέτρες του Αγίου
Παύλου που κάποτε του προσέφεραν κάλυψη έγιναν τα κοφτερά μαχαίρια που τον κατακρεουργούσαν,
όσο τα αγριεμένα νερά τον έριχναν πότε πάνω στον έναν βράχο και πότε στον
άλλον. Το διαμελισμένο του κορμί, τα ορμητικά νερά το παρέσυραν μέχρι τη
θάλασσα και το εξαφάνισε αυτή στα σπλάχνα της. Το περιστατικό οι κάτοικοι του
χωριού το ανέφεραν ως θαύμα και μάλιστα θαύμα αποδιδόμενο στον Άγιο Γεώργιο
γιατί στην κορυφή που βρισκόταν επάνω από τη χαράδρα του δράκου, υπήρχε
εξωκλήσι αφιερωμένο στην Αγιότητα του.
Ο δεύτερος των
τελευταίων δράκων στον Πόντο ζούσε κατά πως έλεγαν, στην περιοχής της Αδίσσης*.
Κάτω από το χωριό, κι όχι πολύ μακρυά από την ενορία των Ποταμάντων, σε
κατάφυτη κοιλάδα με πανύψηλα δέντρα είχε ο όφις τη φωλιά του. Καλοκαίρι ήτανε,
κοντά στα 1870, όταν ξυλοκόποι «χουζαρτζήδες» (ξυλοκόποι που με πριόνι έκοβαν
τα δέντρα) εργάζονταν στο δάσος και είδαν
από κοντά το ερπετό, να βγαίνει από τη φωλιά του που ήταν στο λόφο, με σφύριγμα
δυνατό να δονεί την ατμόσφαιρα και κατεβαίνοντας την πλαγιά να φθάνει στο ποτάμι
για να πιει νερό. Αν κι έντρομοι δεν ετράπησαν σε φυγή για να μπορέσουν να δουν
όσα περισσότερα μπορούσαν. Ο δράκος αφού έσβησε τη δίψα του και μη δίνοντας σημασία σε κάτι άλλο
ακολούθησε το δρόμο της επιστροφής στη φωλιά του. Ήταν δε τόσο το βάρος του που σερνόμενος στο
έδαφος, σχημάτιζε αυλάκι αρκετά βαθύ, που παράλληλα σηματοδοτούσε και την
πορεία του. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε για όσες ημέρες οι ξυλοκόποι παρέμειναν
στην περιοχή για την εργασία τους. Το αυλάκι που άφηνε το βάρος του ερπετού στη
γη κατά το διάβα του, καθημερινά βάθαινε.
Αν και ο όφις
τούτος ουδέποτε πείραξε κάποιον, ήταν ο φόβος που παρακίνησε τους ξυλοκόπους να
τον εξοντώσουν. Πήραν κλαδιά και τα τοποθέτησαν στο αυλάκι-πέρασμα του φιδιού
και στην γύρω από αυτό έκταση. Τα έβαλαν φωτιά που σύντομα έσβησε, μα πύρωσε τη
γη. Σε αυτήν την πυρωμένη αύλακα σύρθηκε ο όφις την ώρα που θέλησε να πάει να
ξεδιψάσει και κάηκε με τρόπο φριχτό ολάκερος αρκετή ώρα αργότερα κι αφού
πρωτίστως ματαίως είχε προσπαθήσει να ξεφύγει της μοίρας του. Όταν οι σπασμοί
του θηρίου σταμάτησαν οι υλοτόμοι πλησίασαν και είδαν όφη 5 μέτρα μακρύ. Το
πάχος του ήταν τόσο όσο ένας ανδρικός βραχίονας, το κεφάλι του είχε το μέγεθος
κεφαλιού προβάτου και το βάρος του σε οκάδες ήταν περίπου 40 με 50** .
Το πτώμα του ερπετού μεταφέρθηκε στην ενορία Ποταμάντων
κι εκτέθηκε σε κοινή θέα προς απόδειξη του θανάτου του τελευταίου δράκου της
περιοχής.
*Άδισσα είναι η Άρδασσα Τραπεζούντας, από την οποίαν
και καταγόνταν ο Π. Μελανοφρύδης.
** Με 1,282 χιλιόγραμμα την οκά, το φίδι πρέπει να χε
50 με 60 περίπου κιλά βάρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου